O ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Written by alexios-admin on 29 Μαΐου, 2024
Γράφει ο *Τάκης Φάβιος
Τον Τάσο Λειβαδίτη τον έχω στην καρδιά μου γιατί υπερασπίστηκε αγέρωχα την ποίηση του ανέφικτου.
“Δεν είμαστε πια ποιητές, παρά μονάχα σύντροφοι με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα”
Τον αγαπώ για το αθώο χαμόγελο των αδιέξοδων ποιητικών δειλινών του όταν πλάι πλάι με το θάνατο κι ίσως όχι λυτρωμένος απ’ αυτόν, κατέβαινε σαν χλωμό φως τη σκάλα της ματαιότητας. Γήινος, αιμάτινος, συντροφικός, πληγωμένος ταξιδευτής του ονείρου κι από τα βέλη του έρωτα διάτρητος, δικαιωμένος τελικά μέσα από την άγια νοσταλγία των ανθρώπων.
“Και το πρωί επέστρεφε μόνος, εξαντλημένος κι ώριμος, κομίζοντας σαν μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του ποίημα” ΚΑΒΑΦΗΣ”
Πάντα ένοιωθα το Λειβαδίτη να υπερβαίνει τα ασφυχτικά σύνορα της ιστορικότητας, βιώνοντας δραματικά την ποίηση της ήττας.
“Μέσα από μεγάλα σαρκοβόρα αισθήματα, που μάσησαν την καρδιά τα πνευμόνια, το συκώτι κι ύστερα φτύσανε πάνω στο χαρτί μερικά απομεινάρια λέξεων ”
Μα και τον λάτρευα για την απέραντη σαν θάλασσα μουσική ποιητική του.
“Και τότε καταλαβαίνεις τη δύνη του απείρου, όταν κοιλοπονάει ο κόσμος”
“Και τους πόνους της γης καταλαβαίνεις για να γεννήσει ένα στάχυ”
“Μα και τους πόνους ολόκληρης της αιωνιότητας για να φτιαχτεί κάποτε ένα τραγούδι ”
Είναι στη μουσική, που ο δημιουργός ελπίζει το αδιαχώριστο ποίησης και μελωδίας. Στο ατράνταχτο δεδομένο της οικουμενικότητας της γλώσσας και του ήχου προς τον οποίο τείνει συγκινησιακά η ποίηση. Ο Γιώργος Σπανός μας πληροφορεί.. Την έμπνευση του Λειβαδίτη, μετά από δικές του ομολογίες, φόρτιζαν θετικά τα ακούσματα κλασσικής μουσικής.
Κοινωνός της εγκαρτέρησης, της συλλογικής συνείδησης, της αναζήτησης νηματοδότησης του κόσμου, καταλύει συναισθηματικά μέσα απ’ το κελάηδημα κάποιου αηδονιού από το απέναντι δέντρο, μα και μπρος στην εικόνα ενός μονόχειρα, που παίζει βιολί, κρατώντας με το κομμένο χέρι τη ζωή του.
“Ενώ απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούγεται η μουσική, σαν κάποιος να θεραπεύεται από την προσωρινότητα”
Ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος, θα πει ο Πωλ Βαλερύ.
“Κύριε, είσαι η αιώνια άρπα κι είμαι το εφήμερο χέρι, που ξυπνάει τις μελωδίες σου”, θα ψάλλει ο δικός
μας, ένθεος κομμουνιστής Τάσος Λειβαδίτης.
Η Άννα Θέμου, σε μιάν ιδιαίτερη αναφορά της στον ποιητή, εντοπίζει τα ζεστά του λυρικά ζουμ στους αναξιοπαθούντες.
Ο ρομαντικός ήρωας του Τ.Λ είναι κατατρεγμένος! Η αλκοολική μέθη, το εφιαλτικό όνειρο, η αρρώστια, η ζητιανιά, η αδικία και η κακή μοίρα παρελαύνουν μέσα απ’ το γεμάτο ανθρωπιά γραπτό του.
Οι πότες του Λειβαδίτη, προικισμένοι με μια διευρυμένη κι όχι συμβατική ενόραση αποτυπώνουν τον κόσμο
με ασυνήθιστες πινελιές κι ακόμη και στα πιο απλά πράγματα ανακαλύπτουν το μεγαλείο της ζωής, που άλλοι αδυνατούν να εντοπίσουν
Ο ποιητής αγκαλιάζει ζεστά το νευρωτικό άνθρωπο κι αντλεί από τα πάθη του κοιτάσματα ευθανασίας.
“Από τη μπόχα του κρασιού δε με πλησίαζε κανείς, μα εγώ είχα μες στο κεφάλι μου το κλειδί ενός πύργου”
ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ
Γιατί ο Λειβαδίτης μεταμορφώνει τα καπηλιά σε αυλές των θαυμάτων? Γιατί το μοιρολόι κι ο σεβντάς συνεπαίρνουν την ψυχή του? Γιατί εκεί μέσα αντικρίζει ένα κομμάτι από την κατάφωτη αδιαφορία του ουρανού
θα μας πει η Άννα Θέμου. Ένα σπασμένο φως από τα θρύψαλα του κρασοπότηρου, που γλύκαναν τα διψασμένα
χείλη, θα πω κι εγώ. Τα χείλη εκείνου, που μεθώντας προσπαθεί να καταλαγιάσει την οδυνηρή λαχτάρα του ανεκπλήρωτου, τις άσβεστες επιθυμίες της ψυχής, τους ακόρεστους απολιθωμένους πόθους.
“Αντρες σχολάνε απ’τη δουλειά και το βαρύ καημό τους να πνίξουν κατεβαίνουνε στο υπόγειο καπηλιό”
ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ
Η αυτοταπείνωση, χαρακτηριστικό μοτίβο της ποίησης του Τ.Λ, δεν είναι μόνο ένας απελπισμένος τρόπος ύπαρξης, αλλά κι ένα επιθετικό όπλο, που διαθέτει ο κατατρεγμένος για να εκδικηθεί τη μοίρα, όπως σωστά εντοπίζει η Άννα Θέμου και καταλήγει. Ο Λειβαδίτης δίνει στη μέθη μια προαιώνια υπόσταση. Στις σπαραξικάρδιες συνομιλίες του με το Θεό, αυτός ο ρομαντικός του ονείρου, που με τα ποιήματα του επιδίδεται σ’ έναν τιτάνιο αγώνα λησμονιάς απέναντι στο βαρύ πεπρωμένο.
“Δώσε μου Κύριε να’ μαι νεκρός και μεθυσμένος”
Οι τρεις περίοδοι, στους οποίους χωρίστηκε το έργο του, σηματοδοτούν την εσωτερική διάθεση της διαυγούς, βιωματικού χαρακτήρα ποίησης του.
Είναι αλήθεια πως ο δημιουργός, από τη στιγμή που η ίδια η πραγματικότητα ματαιώνει το προσωπικό του όραμα, ωριμάζει και μετατοπίζει την ποιητική του σκαπάνη προς εξόρυξη των πλούσιων μεταφυσικών κοιτασμάτων, που αυτόχρημα εμπεριέχει ο βαθυστόχαστος, συναισθηματικός του λόγος
- Στην Α’ περίοδο ( 1952-1965),τη λεγόμενη “επαναστατική”, μα και ακόμη πιο εύστοχα “ποίηση του στρατοπέδου” θα διακρίνουμε ένα επικό, ηρωικό πνεύμα με έντονα σοσιαλρεαλιστικά στοιχεία, προερχόμενα από το αγωνιστικό του φρόνημα, τα ελπιδοφόρα ιδανικά, την ανθρώπινη συντροφικότητα, μα κι ένα κοινωνικό παράπονο για έναν κόσμο που δύσκολα αλλάζει…
“Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων, εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου, έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας”. Σ’ αυτή την περίοδο γίνεται άμεσα αντιληπτή κι η αναφορά του Λειβαδίτη στη γλυκιά αγαπημένη, που λάμπει μεσούρανα του πανσέληνα ερωτικού ποιητικού του λόγου.
“Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά, για να μην τρέχουμε μες στη νύχτα να συναντηθούμε”
Ο Τάσος Λειβαδίτης μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο, εκ των πραγμάτων κρατούν τα πρωτεία ανάμεσα στους δημιουργούς της ποίησης του στρατοπέδου. Ο Λειβαδίτης όμως παίρνει στους ώμους του και τη λεγόμενη ” ποίηση της ήττας ”
Άλλοι σημαντικοί ποιητές του είδους και όχι οι μόνοι είναι ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τάκης Σιμόπουλος, ο Τίτος Πατρίκιος,ο πρόωρα χαμένος Θανάσης Κωσταβάρας
- Στη Β’ περίοδο (1966-1978),που θα την ονομάσουμε ” της εμμεσότητας, του συμβολισμού και της αλληγορίας ” ο ενθουσιασμός δίνει τη θέση του στη διάψευση των οραμάτων, στον έντονο προβληματισμό, τα ερωτηματικά, τη φθορά, την πικρία, τον απολογητικό χαρακτήρα και τον οίκτο για τους αναξιοπαθούντες συντρόφους.
Κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αποσταλινκοποίηση του ιδεολογικού πλαισίου της ευρύτερης αριστεράς, Απριλιανό καθεστώς κι αργότερα παραγκώνιση των παραδοσιακών δυνάμεων του κινήματος από τους καρεκλοκένταυρους του ΠΑΣΟΚ
” Γιατί σημασία έχει ποιος θα πεθάνει με λιγότερη μοναξιά ” ΠΑΓΙΔΑ
” Ενώ ο νεκρός σύντροφος δάγκωνε σφιχτά στα χείλη του το χαμόγελο μη ‘ρθουν και του το πάρουν ”
Σ’αυτήν την περίοδο ,καθώς μεσολαβεί η Χούντα των συνταγματαρχών θα δούμε έναν Λειβαδίτη, ταπεινό όπως πάντα, μα περισσότερο απόμακρο, χαμηλόφωνο κι αφανή, χαμένο πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, σμιλεύοντας την εμβριθή του ποίηση κι αδιαφορώντας για την προβολή και τις εκφραστικές ποιητικές κορώνες.
” Μόνο η ανωνυμία μπορεί να μας κρατήσει μακριά από λεηλασίες και μύθους ”
- Η Γ ‘ περίοδος, που θα χαρακτηριστεί ” εποχή της ήττας ”( 1979-1988) βρίσκει τον ποιητή μέσα σ’ ένα σχεδόν κλειστοφοβικό περιβάλλον με ελεγχόμενο λυρισμό κι υπαρξιακές αγωνίες ν’ αποσύρει το επικό του στοιχείο, ανοίγοντας τη φόρμα κι απλώνοντας το ποίημα εν είδη πεζού…
Εδώ το δραματουργικό στοιχείο δεν είναι σε πρώτο πλάνο, με τη βαθιά ,τη φιλοσοφημένη κουβέντα να παίρνει τη σκυτάλη της γραφής.
” Εμείς τελειώσαμε, δεν έχει άλλα δάκρυα πια. Κλαίνε στο βάθος όσοι ακόμα ελπίζουν ”
Σημειολογικά το έργο του Λειβαδίτη αντιστρατευόμενο την παρουσία του συμβατικού χρόνου, ανοίγοντας φτερά για το ασύνορο, το άχρονο και το αέναο, διατρέχειτο φάσμα της ποίησης σαν βέλος.
Ο ομότεχνος του Νικηφόρος Βρεττάκος θα πει πως πρόκειται για ποίηση διαχρονική, που διαρκώς θ’ανακαλύπτεται. Μία ποίηση με ποικιλία ύφους, ρυθμών και χρωμάτων, άλλοτε κοφτή κι άλλοτε αφηγηματική κι απλωμένη σαν θεατρικός διάλογος.
Μια ποίηση, απ’ τη μια διάχυτη στο άπλετο ερωτικό φως, μέσα από τη βαθιά συγκινησιακή φόρτιση της κι απ’ την άλλη μυστική, σκοτεινή, βαθυστόχαστη, σχεδόν μεταφυσική.
Μια ποίηση έντονου βιωματικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα οικουμενική.
Μια ποίηση ξεκάθαρα ανθρωποκεντρική χωρίς να χάνει τη Θεϊκή της έμπνευση και την ευλάβεια των ταπεινών της κινήτρων.
Συχνά σκέφτομαι πως ο Τάσος Λειβαδίτης δεν έχει φύγει από κοντά μας. Πανανθρώπινοι οι στίχοι του, γεμάτοι διορατικότητα προβάλουν επίκαιροι μιλώντας για τα χθεσινά, τα τωρινά και τα μελλούμενα.
Η Βάσω Αποστολάκου, σε μιαν αναφορά της στον ποιητή, θα μας πει ” Τα έργα του μπορούν ν’ αποτελέσουν έναυσμα για βαθύ προβληματισμό και φιλοσοφικές αναζητήσεις ”
Κι ενώ η ολότητα είναι το αδιαμφισβήτητο εργαλείο επαναδιάταξης της ποιητικής μοίρας του κόσμου, ο δημιουργός προβάλει την αμφιθυμία σαν μιαν αναπότρεπτη πραγματικότητα, εκθέτοντας τραγικά το βαθυστόχαστο μπρος στα μάτια μας.
” Κομμένοι κατακόρυφα στη μέση παρακολουθούν τη λειτουργία της Κυριακής, ενώ το άλλο μισό τους παζαρεύει στα μπακάλικα και στα μπορντέλα ”
Όμως μια κουβέντα της θαλπωρής έρχεται να δώσει το λυτρωτικό χάδι στην αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι και το αποτρόπαιο της αδέκαστης ειμαρμένης
” Η σφαίρα, που σε πήρε σύντροφε σε προφύλαξε απ’ τον εαυτό σου…”
” Κι αυτή η γυναίκα στο βάθος του δρόμου, η τόσο λησμονημένη που τα βήματα της λες κι ακούγονταν μέσα από τα παραμύθια ”
Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ο αντιφατικός στοχαστής, ο μεγάλος ονειροπόλος, ο ακούραστος σμιλευτής μιας τρυφερής επιείκειας απλωμένης σαν ποιητικό φως ακόμη και στα βάθη της σκοτεινής μισάνθρωπης καρδιάς.
” Ζήσαμε έξω από τη θλίψη μας, για να μη μας βρίσκουν ”
” Ώσπου στο τέλος ανάμεσα στους επιζώντες έβρισκες τους πιο αληθινά πεθαμένους ”
” Γέμισαν τα ημερολόγια Αγίους και δεν έχει θέση πια για μας ”
” Κι εκείνος ο θλιμμένος άντρας στο γειτονικό θάλαμο, που ήθελε να πετάξει και τρεφόταν μόνο με ψίχουλα ”
Ανήκοντας στην 1η μεταπολεμική γενιά ο Τ.Λ θα επιδοθεί σε μια ποίηση διαυγή, αφηγηματική, συγκινησιακά φορτισμένη κι ευανάγνωστη.
Αν και ποιητικά ενήμερος για το παγκόσμιο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του καιρού του, (είναι γνωστή η δίψα του για μελέτη ποιητικών κειμένων και η αγάπη και υποστήριξη του προς νέους ομότεχνους του), αποφεύγοντας να εμπλακεί σε νεωτερίστικα κινήματα της εποχής όπως ο υπερρεαλισμός, θα αρθρώσει έναν λόγο προσωπικό κι απόλυτα κατανοητό για κάθε αναγνώστη.
Ίσως διακρίνουμε όσον αφορά στη φόρμα, στο ύφος και τα νοήματα, μικρές εκλεκτικές συγγένειες με τους Ρίτσο, Σεφέρη ως και μακρινές γειτνιάσεις με τους Καβάφη, Σαραντάρημια και μιλάμε για συγκεκριμένο περιβάλλον, συγκεκριμένη εποχή με κοινές προσλαμβάνουσες και παραστάσεις.
Παρ’ όλη την αποδόμηση των κατεστημένων γλωσσικών επιταγών και τη δημιουργία νέων σημασιολογικών συνάψεων, τη σαφήνεια και λιτότητα του ποιητικού του λόγου(σπάνια θα συναντήσουμε στον Λειβαδίτη την υπερφόρτωση),ίσως για λόγους μη πειθήνιας υποταγής στα ρεύματα του μοντερνισμού, όπως προ είπα ο ποιητής δεν θα γίνει αποδεκτός από τα ακαδημαϊκά status του καιρού του ως μείζων, ενώ η πάροδος του χρόνου και η αγάπη των αναγνωστών του θα τον δικαιώσει.
Φυσικά και πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές μας, που το συναισθηματικό του φτερούγισμα και η βιωματική αλήθεια του υπερβαίνει τα όρια της εποχής του, καθιστώντας τον διαρκώς παρόντα.
Προσωπικά πιστεύω πως η μαγεία του σιωπηλά επεξεργασμένου και το ονειρώδες εμφανίζεται αργοπορημένα στο έργο του, μιας κι ο ποιητής με άμεση, χειμαρώδη διάθεση τάχθηκε να απωθεί τα εχθρικά βέλη, που εμπόδιζαν την είσοδο του Δούρειου ίππου του εντός των κοινωνικά άδικων ταξικών τειχών.
Σεμνός από τη φύση του κι ενίοτε απόμακρος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, συνεπαρμένος από την ιδεοκρατική αντίληψη των καιρών του, πιθανόν να αδιαφόρησε για την αυστηρά αισθητική απήχηση του έργου του, αν και μέσα από ομολογίες αληθινών του φίλων ο ποιητής μας ήταν πνεύμα ανήσυχο…Η μη συμμετοχή του όμως σε συντεχνίες ,μα κυρίως η επίμονη άρνηση ένταξης σε κρατικοδίαιτους μηχανισμούς, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός μάλλον χαμηλότονου προφίλ…
Παρ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης του,(κοινωνική απομόνωση, εξορία από το 1947 έως το 1951 στον Μούδρο, τη Μακρόνησο και τον Αι Στράτη) ο ποιητής τιμήθηκε δύο φορές με το κρατικό βραβείο ποίησης ( το 1977 για το έργο ΒΙΟΛΙ ΓΙΑ ΜΟΝΟΧΕΙΡΑ και 1979 για το ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ )
Ούτε λίγο, ούτε πολύ η όλη λογοτεχνική του πορεία μπορεί να χαρακτηριστεί μια διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο Γιώργος Μπαλαδούρος, καθώς και ο προσωπικός του φίλος, κριτικός Κώστας Σταματίου.
Σε μιαν εποχή Ντοστογιεφσκικού αυτοβασανισμού, οι στίχοι του είναι κατοικημένοι από τη σκιά του θανάτου.
Ο πόλεμος κι η κατοχή, ο εμφύλιος, η Χούντα υπήρξαν για τους δημιουργούς αυτής της γενιάς ο ιστορικός συμπλέκτης, που συνέδεε το ατομικό της καρτερικής τους πορείας με το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η αιματοβαμμένη μοίρα της πατρίδας έγινε οδοιπορικό της ίδιας τους της ποίησης. Η προσκόλληση σε (μια συγκεκριμένη ιδεολογία) έγινε το όχημα για απ’ ευθείας σύνδεση με τη στρατευμένη τους τέχνη απ’τη μια ,μα κι ένας κυματοθραύστης ονείρων μέσα σε μιαν εμπειρία αδελφοκτόνου διαβίωσης.
Όμως ο αναπότρεπτος παραγκωνισμός ,οι αμέτρητες κακουχίες της ζωής κι η προσωπική άρνηση για συμβιβασμό, έκαναν τον ποιητικό τους λόγο οντολογικότερο και αδιαπραγμάτευτο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης βγαίνει απ’ αυτή την περιπέτεια πληγωμένος μεν ,περήφανος δε και πλήρης ποιητικών χυμών αφού η σχεδόν μεταφυσική του πίστη σ’ έναν λαϊκό αριστοκρατισμό εμπλουτίζει τις ενοραματικές λυρικές του εικόνες.
Ο ποιητής καταφέρνει σ’ αυτή την πληθωρική κοινωνική συνομιλία να συνδέσει τη διαχρονική ιστορική αλήθεια με το ποιητικό παρόν. Να θεραπεύσει μέσα στη ζωή τα παγιωμένα λάθη της Ιστορίας, κατά την επιτυχή διαπίστωση του αναλυτή Γιώργου Μαλαδούρου.
Με τα πολύπαθα κι απαξιωμένα μυθοπλαστικά πορτρέτα των χαρακτήρων του δικαιωμένα μέσα στο θριαμβικά πιθανό κι εξαγνιστικό παιγνίδι της ποιητικής μοίρας.
Ότι κι αν κάνουν θα νικήσουμε. Ο κόσμος μας ανήκει…
Το μέλλον είναι σαν το κλειδί του σπιτιού μέσα στην τσέπη μας”
*Ο Τάκης Φάβιος είναι ποιητής, τραγουδιστής, συνθέτης και δάσκαλος φωνητικής.
Ακολουθήστε μας και στο Google news. Διαβάστε μας για να ενημερώνεστε για όλα τα νέα, από την Ελλάδα και τον κόσμο, πατήστε το καμπανάκι για να ενημερώνεστε πρώτοι έγκαιρα και έγκυρα.